Καθαρίστρια στα εσθονικά
Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koristaja, neiu, teenija, teenijatüdruk, maid, ümmardaja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθαρίστρια στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καθαρά στα εσθονικά - nähtavalt, arusaadavalt, silmnähtavalt, neto, net, võrk, pakiruumis, ...
- καθαρίζω στα εσθονικά - laitmatu, lihvima, puhas, koorima, tühi, parandama, koor, ...
- καθαρισμός στα εσθονικά - puhastus, puhastamine, puhastamiseks, puhastamise, puhastavat, puhastav
- καθαριστήριο στα εσθονικά - pesu, pesumaja, pesumajateenused, ööpäevaringne
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: koristaja, neiu, teenija, teenijatüdruk, maid, ümmardaja
Μεταφράσεις: koristaja, neiu, teenija, teenijatüdruk, maid, ümmardaja