Καθαρίστρια στα τσεχικά

Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vysavač, pokojská, služka, služebná, komorná, panna
Καθαρίστρια στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια

καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας τσεχικά, καθαρίστρια στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • καθαρά στα τσεχικά - jasně, zřetelně, viditelně, netto, síť, čistý, čisté, ...
  • καθαρίζω στα τσεχικά - odkorňovat, okrájet, uklidit, oloupat, očistit, čistit, leštit, ...
  • καθαρισμός στα τσεχικά - uklízení, čištění, čistící, čisticí, na čištění, pro čištění
  • καθαριστήριο στα τσεχικά - prádelna, prádlo, Služba praní, čistírna, praní
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vysavač, pokojská, služka, služebná, komorná, panna