Καθαρίστρια στα ισλανδικά

Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinnukona, ambátt, mær, þerna, vinnukonan
Καθαρίστρια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια

καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθαρίστρια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθαρά στα ισλανδικά - glöggt, gjörla, nettó, Net, hrein, hreinar, frádregnum
  • καθαρίζω στα ισλανδικά - hreinn, hreinsa, scour
  • καθαρισμός στα ισλανδικά - hreinsa, hreinsunar, hreinsar, að hreinsa, hreinsunar á
  • καθαριστήριο στα ισλανδικά - þvottahús, Laundry, leikjaherbergi
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vinnukona, ambátt, mær, þerna, vinnukonan