Καθαρίστρια στα γαλλικά
Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détachant, aspirateur, teinturier, purificateur, femme de ménage, femme de chambre, fille, servante, ménage
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας γαλλικά, καθαρίστρια στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- καθαρά στα γαλλικά - clair, visiblement, net, clairement, distinctement, nettement, lucidement, ...
- καθαρίζω στα γαλλικά - peler, épluchure, fourbir, purger, purifier, net, candide, ...
- καθαρισμός στα γαλλικά - nettoyage, purification, nettoyant, ravalement, nettoiement, purifier, purifiant, ...
- καθαριστήριο στα γαλλικά - lavoir, blanchisserie, buanderie, linge, lessive, laverie
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: détachant, aspirateur, teinturier, purificateur, femme de ménage, femme de chambre, fille, servante, ménage
Μεταφράσεις: détachant, aspirateur, teinturier, purificateur, femme de ménage, femme de chambre, fille, servante, ménage