Καθαρίστρια στα τούρκικα

Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hizmetçi, temizlik, hizmetçisi, maid, kız
Καθαρίστρια στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια

καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθαρίστρια στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καθαρά στα τούρκικα - net, berrak, temiz, açık, ağ, file
  • καθαρίζω στα τούρκικα - saf, soymak, kabuk, temizlemek, temiz, boş, koşuşturmak, ...
  • καθαρισμός στα τούρκικα - temizleme, arıtma, arındırıcı, temizleyici, arındırma
  • καθαριστήριο στα τούρκικα - çamaşır, Çamaşırhane, çamaşır yıkama, laundry, Çamaşırını Yıkama İmkanı
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hizmetçi, temizlik, hizmetçisi, maid, kız