Καθαρίστρια στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прислужница, камериерка, мома, почистване на стаята, камериерско
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια
καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καθαρίστρια στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καθαρά στα βουλγαρικά - нето, нетен, нетната, нетна, нетно
- καθαρίζω στα βουλγαρικά - излъскване, лъсвам, дълбоко течение, жуля, движа се бързо
- καθαρισμός στα βουλγαρικά - почистване, чистка, изчистване, пречистване, пречистване на, за пречистване
- καθαριστήριο στα βουλγαρικά - пране, пералня, перално, мокро, часово
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: прислужница, камериерка, мома, почистване на стаята, камериерско
Μεταφράσεις: прислужница, камериерка, мома, почистване на стаята, камериерско