Καθαρίστρια στα ισπανικά

Μετάφραση: καθαρίστρια, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
limpiador, criada, mucama, doncella, sirvienta, limpieza
Καθαρίστρια στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαρίστρια

καθαρίστρια γκλοπ, καθαρίστρια για το σπίτι, καθαρίστρια γκλομπ, καθαρίστρια σχολείου, καθαρίστρια πολυκατοικίας, καθαρίστρια λεξικό γλώσσας ισπανικά, καθαρίστρια στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • καθαρά στα ισπανικά - claro, neto, red, neta, netos, red de
  • καθαρίζω στα ισπανικά - hollejo, neto, descascarar, acicalar, curioso, corteza, pelar, ...
  • καθαρισμός στα ισπανικά - limpieza, limpia, purificador, purificación, de purificación, purificación de, purificador de
  • καθαριστήριο στα ισπανικά - lavandería, lavadero, Servicio de lavandería, de lavandería, ropa
Τυχαίες λέξεις
Καθαρίστρια στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: limpiador, criada, mucama, doncella, sirvienta, limpieza