Καθυστέρηση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
затрымка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καθυστέρηση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καθοριστικός στα λευκορωσικά - вызначальнік, вызначнік
- καθρέφτης στα λευκορωσικά - люстра, лёд, люстэрка, Зеркало
- καθυστερημένος στα λευκορωσικά - разумова
- καθυστερούμενα στα λευκορωσικά - запазычанасць, запазычанасьць
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: затрымка
Μεταφράσεις: затрымка