Καθυστέρηση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
забавяне, закъснение, отлагане, незабавно, забава
Καθυστέρηση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση

καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καθυστέρηση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καθοριστικός στα βουλγαρικά - определящ, детерминанта, определящ фактор, определящ фактор за
  • καθρέφτης στα βουλγαρικά - перкало, огледало, Mirror, огледална, за огледало, Огледалото
  • καθυστερημένος στα βουλγαρικά - бавноразвиващ се, изостаналост, забавено, забавя, забавяне на
  • καθυστερούμενα στα βουλγαρικά - просрочия, просрочени задължения, просрочие, просрочията, просрочени
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: забавяне, закъснение, отлагане, незабавно, забава