Καθυστέρηση στα εσθονικά
Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ummik, viivitus, viivitama, viivituse, hilinemise, viivituseta, viivitust
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθυστέρηση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καθοριστικός στα εσθονικά - määrav, otsustav, determinant, määraja, determinandi, determinanti
- καθρέφτης στα εσθονικά - peegeldama, peegel, Mirror, Peegli, peeglit, peegelriba
- καθυστερημένος στα εσθονικά - pikaldane, aeglane, alaarenenud, aeglustavad, aeglustatud, aeglustatavat, väärakas
- καθυστερούμενα στα εσθονικά - maksuvõlg, võlgnevused, võlgnevuste, võlgnevusi, viivised
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ummik, viivitus, viivitama, viivituse, hilinemise, viivituseta, viivitust
Μεταφράσεις: ummik, viivitus, viivitama, viivituse, hilinemise, viivituseta, viivitust