Καθυστέρηση στα λετονικά
Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novilcināšana, aizkavēšana, atlikšana, kavēšanās, aizkavēšanās
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας λετονικά, καθυστέρηση στα λετονικά
Μεταφράσεις
- καθοριστικός στα λετονικά - izšķirošs, determinants, noteicošais, faktors, noteicošais faktors
- καθρέφτης στα λετονικά - spogulis, Mirror, spoguli, spoguļa, spoguļu
- καθυστερημένος στα λετονικά - atpalikuši, kavēta, slāpētājās, palēnināta, retardēts
- καθυστερούμενα στα λετονικά - parāds, parādi, parādu, nokavētie maksājumi, nokavēto maksājumu
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: novilcināšana, aizkavēšana, atlikšana, kavēšanās, aizkavēšanās
Μεταφράσεις: novilcināšana, aizkavēšana, atlikšana, kavēšanās, aizkavēšanās