Καθυστέρηση στα τούρκικα

Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tehir, gecikme, geciktirmek, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli
Καθυστέρηση στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση

καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθυστέρηση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καθοριστικός στα τούρκικα - kesin, determinant, belirleyici, belirleyicisi, belirleyicisidir, bir belirleyici
  • καθρέφτης στα τούρκικα - ayna, Mirror, aynası, Aynalı, aynalar
  • καθυστερημένος στα τούρκικα - engelli, geriliği, özürlü, retarded, geri zekalı
  • καθυστερούμενα στα τούρκικα - borç, borçları, borcu, vadesi geçmiş borçların, gecikmiş
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tehir, gecikme, geciktirmek, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli