Καθυστέρηση στα σουηδικά

Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försena, dröjsmål, uppehålla, uppskov, anstånd, fördröjning, fördröjnings, försening, förseningen
Καθυστέρηση στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση

καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, καθυστέρηση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • καθοριστικός στα σουηδικά - determinant, determinanten, avgörande, faktor, faktorn
  • καθρέφτης στα σουηδικά - återspegla, spegel, Spegel, Mirror, Spegelvänd, Speglar
  • καθυστερημένος στα σουηδικά - långsam, retarderad, störda, efterbliven, efterblivna, retar
  • καθυστερούμενα στα σουηδικά - efterskott, utestående, skulder, resterande skulder, obetalda
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: försena, dröjsmål, uppehålla, uppskov, anstånd, fördröjning, fördröjnings, försening, förseningen