Καθυστέρηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frestur, tafir, töf, seinkun, tefja, tafar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθυστέρηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καθοριστικός στα ισλανδικά - ákveða, ákveðu, ráða, ræður, ráði
- καθρέφτης στα ισλανδικά - spegill, Mirror, spegil, Daily Mirror, spegla
- καθυστερημένος στα ισλανδικά - seinþroska, þroskaheft, þroskaheftur, óhindrað, hindrað
- καθυστερούμενα στα ισλανδικά - vanskilum, vanskil, vanskila, Tölur um vanskil, á vanskilum
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: frestur, tafir, töf, seinkun, tefja, tafar
Μεταφράσεις: frestur, tafir, töf, seinkun, tefja, tafar