Καθυστέρηση στα ιταλικά

Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tardare, dilazione, ritardare, ritardo, rapina, spostare, indugio, di ritardo, ritardi, ritardo di
Καθυστέρηση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση

καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, καθυστέρηση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καθοριστικός στα ιταλικά - decisivo, determinante, fattore determinante, determinanti, determinante per
  • καθρέφτης στα ιταλικά - riflettere, specchio, dello specchio, specchietto, specchio di, a specchio
  • καθυστερημένος στα ιταλικά - ritardato, ritardata, ritardati, ritardo, un ritardo
  • καθυστερούμενα στα ιταλικά - arretrato, mora, arretrati, via posticipata, gli arretrati
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: tardare, dilazione, ritardare, ritardo, rapina, spostare, indugio, di ritardo, ritardi, ritardo di