Καθυστέρηση στα ισπανικά

Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retraso, detener, retardar, retrasar, atraco, demora, retardo, de retardo, retardo de
Καθυστέρηση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση

καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας ισπανικά, καθυστέρηση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • καθοριστικός στα ισπανικά - decisivo, determinante, factor determinante, determinantes, determinante de
  • καθρέφτης στα ισπανικά - espejo, reflejar, luna, cristal, del espejo, espejos, con Espejos, ...
  • καθυστερημένος στα ισπανικά - tardío, retardado, retrasado, retraso, retrasados, retardada
  • καθυστερούμενα στα ισπανικά - atrasos, los atrasos, mora, atrasadas, atrasados
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: retraso, detener, retardar, retrasar, atraco, demora, retardo, de retardo, retardo de