Αδίκημα στα αλβανικά
Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ofendim, fyerje, shkelje, kundërvajtje, vepër
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίκημα
αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας αλβανικά, αδίκημα στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- αδέσμευτος στα αλβανικά - i lirë, i pavarur, i palidhur, palidhur
- αδέσποτος στα αλβανικά - i administruar keq, pakujdesshëm, administruar keq, i pakujdesshëm
- αδίστακτος στα αλβανικά - pamëshirshme, pamëshirshëm, e pamëshirshme, i pamëshirshëm, të pamëshirshme
- αδαής στα αλβανικά - i papërvojë, axhami, papërvojë, dalë puplat, kanë dalë puplat
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: ofendim, fyerje, shkelje, kundërvajtje, vepër
Μεταφράσεις: ofendim, fyerje, shkelje, kundërvajtje, vepër