Αδίκημα στα ιταλικά
Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reato, affronto, infrazione, offesa, reati, delitto
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίκημα
αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας ιταλικά, αδίκημα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αδέσμευτος στα ιταλικά - indipendente, senza legami, distaccato, unattached, slegato, distaccati
- αδέσποτος στα ιταλικά - ownerless, senza proprietario, senza padrone, senza padroni, privo di una sostanzialità
- αδίστακτος στα ιταλικά - spietato, spietata, spietati, crudele, senza scrupoli
- αδαής στα ιταλικά - sgraziato, impacciato, goffo, maldestro, imberbe, Callow, inesperto, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: reato, affronto, infrazione, offesa, reati, delitto
Μεταφράσεις: reato, affronto, infrazione, offesa, reati, delitto