Αδίκημα στα πολωνικά

Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaczepka, przestępstwo, ofensywa, przewinienie, występek, przekroczenie, obraza, wykroczenie, uchybienie, przestępstwa
Αδίκημα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίκημα

αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας πολωνικά, αδίκημα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αδέσμευτος στα πολωνικά - darmozjad, przyłączone, przywiązany, zgięta, zamocowane, przywiązania
  • αδέσποτος στα πολωνικά - zabłąkać, błądzić, odstać, zabłądzić, błąkać, przybłęda, niczyj, ...
  • αδίστακτος στα πολωνικά - bezpardonowy, bezlitosny, bezwzględny, bezwzględna, bezwzględnym, bezwzględni
  • αδαής στα πολωνικά - niekształtny, toporny, nieudolny, pokraczny, nieporęczny, niezgrabny, niezręczny, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zaczepka, przestępstwo, ofensywa, przewinienie, występek, przekroczenie, obraza, wykroczenie, uchybienie, przestępstwa