Αδίκημα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злачынства
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίκημα
αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αδίκημα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αδέσμευτος στα λευκορωσικά - неприкрепленный
- αδέσποτος στα λευκορωσικά - безгаспадарны, нячыйны
- αδίστακτος στα λευκορωσικά - бязлітасны, бязьлітасны, няўмольны, бязлітасным
- αδαής στα λευκορωσικά - неспрактыкаваны, неопытный, нявопытны
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: злачынства
Μεταφράσεις: злачынства