Αδίκημα στα ουκρανικά

Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
образа, наступ, ображання, злочинство, злочин, злочину
Αδίκημα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίκημα

αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδίκημα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αδέσμευτος στα ουκρανικά - вільнонайманий, позаштатний, неприкріплений, ненатягнутий, ненатягнуті
  • αδέσποτος στα ουκρανικά - безхазяйний, безгоспний, нічийний, безгосподарний, безхозний
  • αδίστακτος στα ουκρανικά - безжалісний, безжальний, безжалісна
  • αδαής στα ουκρανικά - незугарний, брутальний, безтактний, неповороткий, недосвідчений, недосвідчена
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: образа, наступ, ображання, злочинство, злочин, злочину