Αδίκημα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дело, прекршок, делото, кривично дело, прекршокот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίκημα
αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αδίκημα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αδέσμευτος στα σλαβομακεδονικά - Неповрзаните, самовработување, самец
- αδέσποτος στα σλαβομακεδονικά - ownerless
- αδίστακτος στα σλαβομακεδονικά - немилосрдни, безмилосен, немилосрден, немилосрдната, безмилосни
- αδαής στα σλαβομακεδονικά - Калоу
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: дело, прекршок, делото, кривично дело, прекршокот
Μεταφράσεις: дело, прекршок, делото, кривично дело, прекршокот