Αδίκημα στα τούρκικα
Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suç, Hücum, suçun, suçtur, suçu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίκημα
αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδίκημα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αδέσμευτος στα τούρκικα - bekâr, serbest, unattached, ekli olmayan, bağlı olmayan
- αδέσποτος στα τούρκικα - sahipsiz, ownerless, fazla sahipsiz, sahipsiz veya
- αδίστακτος στα τούρκικα - acımasız, acımasız bir, acımasızca, amansız, merhametsiz
- αδαής στα τούρκικα - acemi, beceriksiz, hantal, toy, Callow, tüyleri bitmemiş, tecrübesiz
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: suç, Hücum, suçun, suçtur, suçu
Μεταφράσεις: suç, Hücum, suçun, suçtur, suçu