Αδίκημα στα φινλανδικά

Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rike, rötös, herja, loukkaus, rikkomus, hyökkäys, rikos, rikoksen, rikoksesta, Hyökkäyksen
Αδίκημα στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίκημα

αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αδίκημα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδέσμευτος στα φινλανδικά - irrallinen, irrallista, erillinen, kiinnittämätöntä, Antennien vapaissa
  • αδέσποτος στα φινλανδικά - poiketa, hajanainen, harhailla, harhautua, haltijaton, ownerless, isännätön
  • αδίστακτος στα φινλανδικά - armoton, säälimätön, silmitön, häikäilemätön, armottomia, armottoman, häikäilemättömiä
  • αδαής στα φινλανδικά - tökerö, rähmäkäpälä, kömpelö, kehno, kokematon, Callow, höyhenetön
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: rike, rötös, herja, loukkaus, rikkomus, hyökkäys, rikos, rikoksen, rikoksesta, Hyökkäyksen