Αδίκημα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ofensa, delito, crime, infracção, infracções
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίκημα
αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδίκημα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδέσμευτος στα πορτογαλικά - independente, não comprometido, solto, desapegado, unattached
- αδέσποτος στα πορτογαλικά - sem dono, ownerless, sem proprietário, não tem dono
- αδίστακτος στα πορτογαλικά - impiedoso, implacável, cruel, impiedosa, cruéis
- αδαής στα πορτογαλικά - inexperiente, implume, Callow, imaturo, imatura
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ofensa, delito, crime, infracção, infracções
Μεταφράσεις: ofensa, delito, crime, infracção, infracções