Αδίκημα στα ουγγρικά

Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támadás, sértés, bűncselekmény, bűncselekményt, bűncselekménynek
Αδίκημα στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίκημα

αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδίκημα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αδέσμευτος στα ουγγρικά - független, különálló, nincs csatolva, nem kötött, nem tapadt
  • αδέσποτος στα ουγγρικά - elkóborolt, alkalmi, kóbor, elszórt, gazdátlan, tulajdonos nélküli, gazdátlanná, ...
  • αδίστακτος στα ουγγρικά - könyörtelen, kegyetlen, kíméletlen, a könyörtelen
  • αδαής στα ουγγρικά - balkezes, zöldfülű, tapasztalatlan, Callow, éretlen
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: támadás, sértés, bűncselekmény, bűncselekményt, bűncselekménynek