Αδίκημα στα λιθουανικά

Μετάφραση: αδίκημα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusikaltimas, nusikaltimą, nusikalstama veika, nusikaltimu, veika
Αδίκημα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίκημα

αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αδίκημα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αδέσμευτος στα λιθουανικά - nepririštas, nepritvirtintomis, nepriskirtas, nepritvirtintas, nepriklausantis jokiam koledžui
  • αδέσποτος στα λιθουανικά - be priežiūros, niekam nepriklauso, neturintis savininko, Be šeimininko, neturintis šeimininko
  • αδίστακτος στα λιθουανικά - negailestingas, negailestingai, negailestinga, negailestingą, negailestingi
  • αδαής στα λιθουανικά - žalias, nepatyręs, Callow, Nepatyrimo, Nieopierzony
Τυχαίες λέξεις
Αδίκημα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nusikaltimas, nusikaltimą, nusikalstama veika, nusikaltimu, veika