Ακολασία στα αλβανικά

Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shthurje, shthurja
Ακολασία στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολασία

ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας αλβανικά, ακολασία στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • ακοή στα αλβανικά - dëgjim, dëgjuar, dëgjimit, të dëgjuar, dëgjimi
  • ακοινώνητος στα αλβανικά - i mbyllur, paafrueshëm, i paafrueshëm, pashoqëruar, i pashoqëruar
  • ακολουθία στα αλβανικά - shoqëroj, mëposhtëm, rend, sekuencë, sekuenca, sekuence, sekuenca e
  • ακολουθώ στα αλβανικά - ndjek, shoqëroj, vazhdoj, përcjell, ndjekin, ndiqni, ndjekë, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: shthurje, shthurja