Ακολασία στα δανικά

Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udsvævelser, orgie, tøjlesløshed, liderlighed, umådehold, Tojlesloshed
Ακολασία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολασία

ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας δανικά, ακολασία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακοή στα δανικά - hørelse, høre, hørt, at høre, have hørt
  • ακοινώνητος στα δανικά - asocial, unsociable, usociale, asociale, uselskabelig
  • ακολουθία στα δανικά - sekvens, sekvensen, rækkefølge
  • ακολουθώ στα δανικά - følge, ledsage, følg, følger, at følge, du følge
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udsvævelser, orgie, tøjlesløshed, liderlighed, umådehold, Tojlesloshed