Ακολασία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безнравственост, разпуснатост, сладострастие, разпътство, похотливост
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακολασία
ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακολασία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ακοή στα βουλγαρικά - слух, изслушване, изслуша, като изслуша, слуха
- ακοινώνητος στα βουλγαρικά - необщителен, сдържан, необщителни, стеснявам, саможив
- ακολουθία στα βουλγαρικά - охрана, набор, свита, антураж, последователност, секвенция, поредица, ...
- ακολουθώ στα βουλγαρικά - следвам, последвам, следвайте, следват, следвате
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: безнравственост, разпуснатост, сладострастие, разпътство, похотливост
Μεταφράσεις: безнравственост, разпуснатост, сладострастие, разпътство, похотливост