Ακολασία στα τσεχικά

Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostopášnost, hýření, zhýralost, nestydatost, bezuzdnost, nevázanost
Ακολασία στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολασία

ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας τσεχικά, ακολασία στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ακοή στα τσεχικά - výslech, projednání, sluch, poslouchání, poslech, slyšení, vyslechnutí, ...
  • ακοινώνητος στα τσεχικά - nespolečenský
  • ακολουθία στα τσεχικά - sada, garnitura, ochrana, okolí, druhý, provázet, družina, ...
  • ακολουθώ στα τσεχικά - spojit, provázet, doprovázet, držet, spojovat, sledovat, stopovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: prostopášnost, hýření, zhýralost, nestydatost, bezuzdnost, nevázanost