Ακολασία στα τούρκικα
Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sefahat, çapkınlık, hovardalık
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακολασία
ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ακολασία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ακοή στα τούρκικα - işitme, duyma, dinledikten, haber
- ακοινώνητος στα τούρκικα - çekingen, unsociable, candidly, asosyal, insanlardan uzak durmak
- ακολουθία στα τούρκικα - maiyet, takip, indi, ertesi, aşağıdaki, dizi, dizisi, ...
- ακολουθώ στα τούρκικα - izlemek, çıkmak, takip, izleyin, uygulayın, takip edin, aşağıdaki
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sefahat, çapkınlık, hovardalık
Μεταφράσεις: sefahat, çapkınlık, hovardalık