Ακολασία στα ισπανικά

Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
orgía, libertinaje, el libertinaje, desenfreno, licenciosidad, licenciosa
Ακολασία στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολασία

ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας ισπανικά, ακολασία στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ακοή στα ισπανικά - oída, audiencia, oído, audición, oír, auditiva, la audición
  • ακοινώνητος στα ισπανικά - insociable, huraño, esquivo, poco sociable, unsociable
  • ακολουθία στα ισπανικά - comitiva, siguiente, tren, convoyar, escoltar, séquito, escolta, ...
  • ακολουθώ στα ισπανικά - suceder, acompañar, seguir, siga, seguimiento, sigue, seguirlos
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: orgía, libertinaje, el libertinaje, desenfreno, licenciosidad, licenciosa