Ακολασία στα πολωνικά

Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozpasanie, rozpusta, wyuzdanie, rozwiązłość, rozrzutność, rozwiązłości
Ακολασία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολασία

ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ακολασία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ακοή στα πολωνικά - słuchanie, słyszenie, wysłuchanie, próba, przesłuchanie, zmysł, słuch, ...
  • ακοινώνητος στα πολωνικά - nietowarzyski, unsociable
  • ακολουθία στα πολωνικά - konwój, zestaw, następowanie, następny, towarzysz, zwolennik, szereg, ...
  • ακολουθώ στα πολωνικά - śledzić, asystować, iść, podążać, akompaniować, nastąpić, załączać, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rozpasanie, rozpusta, wyuzdanie, rozwiązłość, rozrzutność, rozwiązłości