Ακολασία στα ιταλικά

Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
licenziosità, libertinaggio, dissolutezza, sfrenatezza, licentiousness
Ακολασία στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολασία

ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ακολασία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ακοή στα ιταλικά - udito, sentire, dell'udito, sentendo, ascoltato
  • ακοινώνητος στα ιταλικά - insocievole, unsociable, asociale, poco socievole, socievole
  • ακολουθία στα ιταλικά - successivo, seguace, corteo, scortare, discepolo, seguente, accompagnamento, ...
  • ακολουθώ στα ιταλικά - seguire, accompagnare, attenersi, attenersi alla, seguire le, segui
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: licenziosità, libertinaggio, dissolutezza, sfrenatezza, licentiousness