Ακολασία στα ισλανδικά
Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ólifnaður, saurlífnaður, saurlífi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακολασία
ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ακολασία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ακοή στα ισλανδικά - heyrn, heyra, að heyra, heyrt, hafa heyrt
- ακοινώνητος στα ισλανδικά - unsociable
- ακολουθία στα ισλανδικά - röð, runa, röð sem, röðin, runu
- ακολουθώ στα ισλανδικά - fylgja, að fylgja, fylgdu, fylgir, fylgst
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ólifnaður, saurlífnaður, saurlífi
Μεταφράσεις: ólifnaður, saurlífnaður, saurlífi