Εμποτίζω στα αλβανικά

Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njom, qull, lag, i ngjyer, ngjyer, të ngjyer, filli të ngjyer, prej filli të ngjyer
Εμποτίζω στα αλβανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποτίζω

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας αλβανικά, εμποτίζω στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • εμπορεύματα στα αλβανικά - mall, mallrat, mallrave, mallra, mallrat e
  • εμπορικός στα αλβανικά - komercial, tregtar, komerciale, tregtare, komerciale të
  • εμπρηστής στα αλβανικά - zjarrvënës, maniak zjarresh, piroman
  • εμπρηστικός στα αλβανικά - nxitës, inflamator, inflamatore, nxitëse, inflamatore e
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: njom, qull, lag, i ngjyer, ngjyer, të ngjyer, filli të ngjyer, prej filli të ngjyer