Εμποτίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inzuppare, radicato, ingrain, radicare
Εμποτίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποτίζω

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, εμποτίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εμπορεύματα στα ιταλικά - merce, mercanzia, beni, merci, prodotti, le merci
  • εμπορικός στα ιταλικά - commerciale, commerciali, licenza commerciale, la licenza commerciale, professionale
  • εμπρηστής στα ιταλικά - incendiario
  • εμπρηστικός στα ιταλικά - infiammatorio, infiammatoria, infiammatori, infiammatorie, infiammazione
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inzuppare, radicato, ingrain, radicare