Εμποτίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bleyta, ingrain
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμποτίζω
εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμποτίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπορεύματα στα ισλανδικά - vörur, vöru, vörum, vara, vörurnar
- εμπορικός στα ισλανδικά - auglýsing, viðskipta, viðskiptabanka, atvinnuhúsnæði, verslunar
- εμπρηστής στα ισλανδικά - arsonist
- εμπρηστικός στα ισλανδικά - bólgueyðandi, bólgusjúkdómur, æsandi, bólgusjúkdómur í, bólgu-
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bleyta, ingrain
Μεταφράσεις: bleyta, ingrain