Εμποτίζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ingrain
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμποτίζω
εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εμποτίζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εμπορεύματα στα νορβηγικά - varer, gods, varene, svarer
- εμπορικός στα νορβηγικά - kommersiell, kommersielle, kommersielt, handels, næringseiendom
- εμπρηστής στα νορβηγικά - brannstifter, brannstifteren, ildspåsetter, som brannstifter
- εμπρηστικός στα νορβηγικά - brannstifter, inflammatorisk, inflammatoriske, betennelses, provoserende
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ingrain
Μεταφράσεις: ingrain