Εμποτίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ivás, nagyivó, zuhé, korhelykedés, ázás, megrögződik, ingrain, bevés, beleivódik, tudatosítása
Εμποτίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποτίζω

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμποτίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εμπορεύματα στα ουγγρικά - áruk, áru, árukat, árut, árui
  • εμπορικός στα ουγγρικά - kereskedelmi, a kereskedelmi, üzleti
  • εμπρηστής στα ουγγρικά - gyújtogató
  • εμπρηστικός στα ουγγρικά - gyújtó, bujtogató, piromániás, gyulladást okozó, gyulladásos, a gyulladásos, gyulladáscsökkentő, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ivás, nagyivó, zuhé, korhelykedés, ázás, megrögződik, ingrain, bevés, beleivódik, tudatosítása