Εργάτης στα αλβανικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punëtor, punonjës, punonjësi, punëtori, punëtor i
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας αλβανικά, εργάτης στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα αλβανικά - dashnor, lover, dashnore, dashnor i, dashurin
- εργάζομαι στα αλβανικά - vepër, punë, puna, punoj, të punës, pune, puna e
- εργαζόμενος στα αλβανικά - pune, punuar, duke punuar, punojnë, punon
- εργαλείο στα αλβανικά - mjet, vegël, mjet i, instrument, mjeti
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: punëtor, punonjës, punonjësi, punëtori, punëtor i
Μεταφράσεις: punëtor, punonjës, punonjësi, punëtori, punëtor i