Εργάτης στα δανικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
arbejder, arbejdstager, arbejdstageren, arbejdstagere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας δανικά, εργάτης στα δανικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα δανικά - elsker, kæreste, lover, elskers, elskerinde
- εργάζομαι στα δανικά - fungere, værk, arbejde, virke, arbejdet, arbejder, arbejdsprogram
- εργαζόμενος στα δανικά - arbejder, arbejde, at arbejde, arbejdet, fungerer
- εργαλείο στα δανικά - instrument, redskab, værktøj, værktøjet, værktøj til
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: arbejder, arbejdstager, arbejdstageren, arbejdstagere
Μεταφράσεις: arbejder, arbejdstager, arbejdstageren, arbejdstagere