Εργάτης στα τσεχικά

Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pracující, nádeník, pracovník, dělník, pracovníka, pracovníků, zaměstnanec
Εργάτης στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργάτης

εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας τσεχικά, εργάτης στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • εραστής στα τσεχικά - milenec, milovník, milenka, milence, milencem, milovníka
  • εργάζομαι στα τσεχικά - zaměstnání, dělat, pracovat, úloha, účinkovat, obdělávat, výtvor, ...
  • εργαζόμενος στα τσεχικά - dobývání, provoz, práce, pracovní, práci, pracuje, pracovat
  • εργαλείο στα τσεχικά - zavádět, pomůcka, přístroj, zavést, nástroj, nářadí, nástrojem, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: pracující, nádeník, pracovník, dělník, pracovníka, pracovníků, zaměstnanec