Εργάτης στα ουκρανικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утруднений, вимучений, трудний, безробітний, працівник, працівника, робітник, работник
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εργάτης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα ουκρανικά - вродливий, чудовий, милий, красивий, гарний, коханець, любовник
- εργάζομαι στα ουκρανικά - роботи, словесний, багатослівний, робота, работа, роботу
- εργαζόμενος στα ουκρανικά - обличчя, особу, лице, особа, робота, работа, роботу
- εργαλείο στα ουκρανικά - верстат, станок, посадка, імплантація, упровадження, тиснення, інструктує, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: утруднений, вимучений, трудний, безробітний, працівник, працівника, робітник, работник
Μεταφράσεις: утруднений, вимучений, трудний, безробітний, працівник, працівника, робітник, работник