Εργάτης στα γαλλικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
travailleur, ouvrier, manouvrier, travailleurs, travailleuse, agent
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας γαλλικά, εργάτης στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα γαλλικά - partisan, amant, amateur, maîtresse, amante, amoureux, amant de
- εργάζομαι στα γαλλικά - prolétariat, manoeuvrer, boulot, marcher, exécuter, travail, faire, ...
- εργαζόμενος στα γαλλικά - exploitation, travaillant, de travail, travail, travailler, travaille
- εργαλείο στα γαλλικά - exécuter, moyen, impatroniser, ustensile, installer, instaurer, instrument, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: travailleur, ouvrier, manouvrier, travailleurs, travailleuse, agent
Μεταφράσεις: travailleur, ouvrier, manouvrier, travailleurs, travailleuse, agent