Εργάτης στα ρουμανικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lucrător, muncitor, lucrătorilor, asistent, lucrătorul
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εργάτης στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα ρουμανικά - iubit, amant, iubitor, iubitul, iubitor de
- εργάζομαι στα ρουμανικά - operă, lucra, muncă, lucru, de lucru, de muncă, locul de muncă
- εργαζόμενος στα ρουμανικά - de lucru, lucru, lucrează, lucreze, să lucreze
- εργαλείο στα ρουμανικά - instrument, instrument de, unealtă, instrumente, instrumentul
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: lucrător, muncitor, lucrătorilor, asistent, lucrătorul
Μεταφράσεις: lucrător, muncitor, lucrătorilor, asistent, lucrătorul