Εργάτης στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
работнік, працаўнік, супрацоўнік, парабак
Εργάτης στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργάτης

εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εργάτης στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εραστής στα λευκορωσικά - палюбоўнік, каханак
  • εργάζομαι στα λευκορωσικά - хадзiць, адбыцца, праца, работа
  • εργαζόμενος στα λευκορωσικά - праца, работа
  • εργαλείο στα λευκορωσικά - снасьць, інструмент, прылада, прыладу, інструмэнт
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: работнік, працаўнік, супрацоўнік, парабак