Εργάτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работник, работниците, на работниците, работника
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εργάτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εραστής στα βουλγαρικά - любовник, любител, любовника, любовница, любим
- εργάζομαι στα βουλγαρικά - труд, работа, работата, работното
- εργαζόμενος στα βουλγαρικά - работа, работещ, работен, работи, работна
- εργαλείο στα βουλγαρικά - кур, инструмент, средство, хуй, инструмент за, инструменти
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: работник, работниците, на работниците, работника
Μεταφράσεις: работник, работниците, на работниците, работника