Εργάτης στα γερμανικά

Μετάφραση: εργάτης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeiter, handarbeiter, handwerker, Arbeiter, Arbeitnehmer, worker, Arbeitnehmers
Εργάτης στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργάτης

εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης λεξικό γλώσσας γερμανικά, εργάτης στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • εραστής στα γερμανικά - geliebte, anhänger, geliebter, liebhaber, Liebhaber, Geliebte, Geliebten, ...
  • εργάζομαι στα γερμανικά - arbeitsplatz, tätigkeit, lösen, funktionieren, arbeit, verursachen, arbeiten, ...
  • εργαζόμενος στα γερμανικά - arbeitsgang, arbeitend, gang, arbeiten, Arbeit, Arbeits, Werk, ...
  • εργαλείο στα γερμανικά - armatur, erzwingen, instrument, mittel, realisieren, werkzeug, gerät, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργάτης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: arbeiter, handarbeiter, handwerker, Arbeiter, Arbeitnehmer, worker, Arbeitnehmers